απότιστος

απότιστος
η , ο [ος , ον ] неполитый, неорошённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απότιστος" в других словарях:

  • ἀπότιστος — unwatered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απότιστος — η, ο (AM ἀπότιστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ποτιστεί 2. αυτός που δεν έχει πιει νερό …   Dictionary of Greek

  • απότιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει ποτιστεί: Τη μέρα εκείνη είχαν μείνει τα ζωντανά απότιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπότιστον — ἀπότιστος unwatered masc/fem acc sg ἀπότιστος unwatered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άβρεχτος — και άβρεχτος, η, ο (Α ἄβρεχτος, ον) [βρέχω] αυτός που δεν έχει βραχεί, άβραχος, στεγνός, ξερός, άνυδρος, απότιστος …   Dictionary of Greek

  • ακατάρδευτος — η, ο (Μ ἀκατάρδευτος, ον) [καταρδεύω] ο απότιστος …   Dictionary of Greek

  • ανάρδευτος — η, ο (Α ἀνάρδευτος, ον) αυτός που δεν αρδεύθηκε, ο απότιστος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να ποτιστεί …   Dictionary of Greek

  • ανύδρευτος — ἀνύδρευτος, ον (Α) ο απότιστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»